- στεφανύαλος
- η, Ν(χημ. τεχνολ.) ο κοινότερος τύπος γυαλιού ο οποίος χρησιμοποιείται σε υαλοπίνακες παραθύρων, φιάλες, δίσκους και ηλεκτρικούς λαμπτήρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + ύαλος. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γερμ. Kronglas και μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].
Dictionary of Greek. 2013.